παραθήκη

παραθήκη
ἡ, ΜΑ [παρατίθημι]
παρακαταθήκη
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα
2. ενέχυρο
3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον
4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)
5. (για πρόσ.) όμηρος
6. φέρετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραθήκη — anything entrusted to fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθήκῃ — παραθήκη anything entrusted to fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθηκῶν — παραθήκη anything entrusted to fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθῆκαι — παραθήκη anything entrusted to fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθήκαις — παραθήκη anything entrusted to fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθήκην — παραθήκη anything entrusted to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθήκης — παραθήκη anything entrusted to fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθηκάρης — ὁ, Μ αυτός που φυλάσσει την παραθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + κατάλ. άρης (πρβλ. νωτ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • παραθήκας — παραθήκᾱς , παραθήκη anything entrusted to fem acc pl παραθήκᾱς , παραθήκη anything entrusted to fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”